- Ταρταρίζω
- Ταρταρ-ίζω,A quake with cold, shiver, Plu.2.948f, Serv.ad Verg.A.6.577.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταρταρίζω — ΜΑ [Τάρταρος] τρέμω από το κρύο, τουρτουρίζω … Dictionary of Greek
Ταρταρίζειν — Ταρταρίζω quake with cold pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουρτουρίζω — Ν [ταρταρίζω] τρέμω από το κρύο ή από φόβο … Dictionary of Greek